περίδιο

περίδιο
το, Ν (μυκητ.)
το εξωτερικό τοίχωμα ενός καρποφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peridium (< πηρίδιον < πῆρα «θύλακος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λυκόπερδο — (Lycoperdon). Γένος μυκήτων της τάξης των λυκοπερδιδών, της οικογένειας των γαστερομυκήτων, της υποδιαίρεσης των βασιδιομυκήτων. Οι μύκητες αυτοί είναι γνωστοί και με τις κοινές ονομασίες λαγομάνες, αλεπουπορδές και λαόρχια. Είναι επίγειοι και το …   Dictionary of Greek

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • περιδιόλη — η, Ν (μυκητ.) όργανο, σε είδη μηκήτων τής τάξης νιδουλαριώδη, με μορφή μικρού σάκου που περιέχει τα βασιδιοσπόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peridiole < peridiolum, υποκορ. τού peridium (βλ. λ. περίδιο)] …   Dictionary of Greek

  • μυξομύκητες ή μυξόφυτα — Άθροισμα ή κλάση απλούστατων φυτικών οργανισμών, που το φυτικό τους σώμα αποτελείται από μια πρωτοπλασματική (πλασμώδιο) πολυπύρηνη και αμέμβρανη μάζα· συναντιούνται συχνότατα στα δάση, πάνω στους κορμούς των δέντρων, στα σαπισμένα φύλλα ή πάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”